- εξαρώμαι
- ἐξαρῶμαι, -άομαι (Α) [αρώμαι]1. καταριέμαι2. (για ίδρυση ναού) καθιερώνω, καθαγιάζω με προσευχές.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αρώμαι — ἀρῶμαι ( άομαι) (Α) 1. προσεύχομαι, παρακαλώ, ζητώ 2. καταριέμαι κάποιον για κάτι 3. τάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρά*. ΣΥΝΘ. αρχ. νεοελλ. καταρώμαι αρχ. αναρώμαι, απαρώμαι, διαρώμαι, εναρώμαι, εξαρώμαι, επαρώμαι] … Dictionary of Greek